βιβλιοπωλικός

βιβλιοπωλικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή σχετίζεται με το βιβλιοπώλη και το βιβλιοπωλείο.
2. φρ., «βιβλιοπωλική τιμή», ελαττωμένη τιμή στην οποία οι εκδότες και οι συγγραφείς πωλούν τα βιβλία τους στα βιβλιοπωλεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βιβλιοπωλικός — ή, ό ο σχετικός με την πώληση βιβλίων και τους βιβλιοπώλες («βιβλιοπωλικό κέρδος») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”